- συνεπιβλάπτομαι
- Aβλάπτομαι μαζί με κάποιον («ὥστε καὶ ταύτῃ συνεπιβλάπτεσθαι τὴν πολιτείαν», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπιβλάπτω «προκαλώ πρόσθετη βλάβη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεπιβλάπτεσθαι — συνεπιβλάπτομαι to be damaged together with pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)